- μέχρι
-
- Parse: Preposition
- Meaning:
- Of Space: as far as
- Of time: until
- Of degree: unto, up to
- Parse: Conjunction
- Meaning: until
- Forms:
- μέχρις Preposition/Conjunction
- Concord:
NT: Matt 11:23; 13:30; 28:15; Mark 13:30; Acts 10:30: 20:7; Rom 5:14; 15:19; Eph 4:13; Phil 2:8,30; 1Tim 6:1; 2Tim 2:9; Heb3:6,14; 9:10; 12:4
LXX: _
Apocrypha: _
Apostolic Fathers: _
LIST OF PREPOSITIONS
ἀμφί, ἀνά, ἄνευ, ἀντί, ἀπό, ἄτερ, ἄχρι, διά, εἰς, ἐκ (ἐξ), ἐν, ἕνεκα, ἐπι, κατά, μετά, μεταξύ, μέχρι, παρά, περί, πλήν, πρό, πρός, σύν, ὑπέρ, ὑπό, ὡςLIST OF CONJUNCTIONS
ἀλλά, ἄρα, ἀτάρ, άχρί, γάρ, δέ, διατοῦτο, διό, διόπερ, διότι, ἐάν, ἐάνπερ, εἰ, (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), (εἰ ἄρα), (εἰ δὲ καὶ), (εἰ δὲ μή), (εἰ δὲ μή γε), (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), εἴγε, (εἰ καί), (εἰ μὲν γαρ), (εἰ μὲν οὖν), (εἰ μὴ ὅτι), (εἰ μήτι), (εἰ μή τι), (εἰ οὖν), εἴπερ, εἴπως, (εἴ πως), εἴς, εἴτε, εἶτε, (εἴ τις), εἴτις, εἴτοι, ἐπάν, ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, ἐπειδήπερ, ἐπείπερ, ἕως, γάρ, γοῦν, ἤ, ἥδω, ἤγουν, (ἡνίκα ἄν), ἤτοι, ἵνα, κἀγώ, καί, καΐἐκεῖ, καϊἐμός, καίπερ, (καὶ τὰ λοιπά), καίτοι, καίτοιγε, (καίτοι γε), κἀκεῖθεν, κἀμέ, κἀμοί, κάλλιον, κἀμοῦ, κἂν, καθάπερ, κ.τ.λ., μά, μέντοι, μέντοιγε, μέχρι, μηδέ, μήπου, μήπως, μήτε, οἱονεί, ὅμως, ὁπόταν, ὅπως, (ὁσάκις ἄν), ὅταν, ὅτε, ὅτε ἄν, ὅτι, οὖν, οὔτε, πλήν, πρίν, τανῦν, τάχιον, τε, τοίνυν, τοιόσδε, τοὐναντίον, τοὔνομα, ὡς, ὡσάν, (ὡς ἄν), ὥστε, ὥστε
- μεχωνώθ
-
- Parse: Transliterated Hebrew word
- Meaning: stand, base