εἶτ’
  • Parse #1: Verb: Pres Act Opt 2nd Plur
  • Root: εἰμί
  • ----------
  • Parse #2: interjection
  • Root: εἶτα
εἶτα
  • Parse: Adverb
  • Meaning: then, next, afterward, furthermore, moreover
  • Forms:
    • εἶθ᾿ Interjection, Adverb
    • εἶτ᾿ interjection
    • εἴτεν Adverb
εἴτε
  • Parse: Conjunction
  • Meaning:
    • even if
    • εἴτε ... εἴτε if ... if, whether ... or (1Cor 12:26; 2Cor 1:6; 1Th 5:10; Rom 12:6-8; 1Cor 3:22; 8:5; 2Cor 5:10; 1Cor 14:27

LIST OF CONJUNCTIONS
ἀλλά, ἄρα, ἀτάρ, άχρί, γάρ, δέ, διατοῦτο, διό, διόπερ, διότι, ἐάν, ἐάνπερ, εἰ, (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), (εἰ ἄρα), (εἰ δὲ καὶ), (εἰ δὲ μή), (εἰ δὲ μή γε), (εἰ δὲ μήγε), (εἴ γε), εἴγε, (εἰ καί), (εἰ μὲν γαρ), (εἰ μὲν οὖν), (εἰ μὴ ὅτι), (εἰ μήτι), (εἰ μή τι), (εἰ οὖν), εἴπερ, εἴπως, (εἴ πως), εἴς, εἴτε, εἶτε, (εἴ τις), εἴτις, εἴτοι, ἐπάν, ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, ἐπειδήπερ, ἐπείπερ, ἕως, γάρ, γοῦν, , ἥδω, ἤγουν, (ἡνίκα ἄν), ἤτοι, ἵνα, κἀγώ, καί, καΐἐκεῖ, καϊἐμός, καίπερ, (καὶ τὰ λοιπά), καίτοι, καίτοιγε, (καίτοι γε), κἀκεῖθεν, κἀμέ, κἀμοί, κάλλιον, κἀμοῦ, κἂν, καθάπερ, κ.τ.λ., μά, μέντοι, μέντοιγε, μέχρι, μηδέ, μήπου, μήπως, μήτε, οἱονεί, ὅμως, ὁπόταν, ὅπως, (ὁσάκις ἄν), ὅταν, ὅτε, ὅτε ἄν, ὅτι, οὖν, οὔτε, πλήν, πρίν, τανῦν, τάχιον, τε, τοίνυν, τοιόσδε, τοὐναντίον, τοὔνομα, ὡς, ὡσάν, (ὡς ἄν), ὥστε, ὥστε

εἶτε
εἴτεν
εἴ τις, εἴτις
εἴτοι