συναλγέω
  • Meaning: to share in suffering, sympathize, share pain with
  • Forms:
    • συναλγήσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
συναλγήσει
συναλγῶν
συναλιζόμενος
συναλίζω
  • Meaning:
    • to eat (salt) with
    • to bring together, assemble, gather together
  • Forms:
    • συναλιζόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
συναλίσγομαι
  • Meaning: to be sullied by, contaminated by
συναλισγούμενοι
συναλίσκομαι
  • Meaning: to be taken captive
συνάλλαγμα
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • a mutual agreement, covenant, contract
    • agreement reached
    • Plural: dealings, transactions
  • Forms:
συναλλάγμασι, συναλλάγμασιν
συναλλάγματι
συναλλαγμάτων
συναλλάσσω
  • Meaning: to reconcile
  • Forms:
    • συνήλλασσε(ν) Verb: Imperfect Act Ind 3rd Sing
συναλοάω
  • Meaning:
    • to thresh out together
    • to grind to powder, shiver
    • to crush into pieces
  • Forms:
    • συνηλόησε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing