- ἐλλείπω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning:
- to fail, leave off, fall short, omit, leave behind
- to be deficient, have a shortfall
- Cognates:
ἀπολείπω, διαλείπω, ἐγκαταλείπω, ἐκλείπω, ἐλλείπω, ἐπιλείπω, καταλείπω, λείπω, παραλείπω, παρεκλείπω, περιλείπω, προσκαταλείπω, ὑπολείπω
- Forms:
- ἐλλείπειν Verb: Pres Act Infin
- ἐλλείπητε Verb: Pres Act Subj 2nd Plur
- ἐλλίπῃ Verb: Aor Act Subj 3rd Sing
- ἐλλίπῃ Verb: Aor Mid Subj 2nd Sing
- ἔλλειψις
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: failing, falling short, defect
- Cognates:
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἔλλειψις ἐλλείψεις GEN ἐλλείψεως ἐλλείψεων DAT ἐλλείψει ἐλλείψεσι(ν) ACC ἔλλειψι(ν) ἐλλείψεις VOC ἔλλειψις ἐλλείψεις
- Ἕλλην
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: Greek
- Forms:
- Ἑλλήνων Noun: Gen Plur Masc/Fem
- ἑλληνικοῖς
-
- Parse: Adj: Dat Plur Neut
- Root: ἑλληνικός
- ἑλληνικός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: Hellenic, Greek
- Forms:
Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἑλληνικός ἑλληνική ἑλληνικόν GEN ἑλληνικοῦ ἑλληνικῆς
ἑλληνικήςἑλληνικοῦ DAT ἑλληνικῷ ἑλληνικῇ ἑλληνικῷ ACC ἑλληνικόν ἑλληνικήν ἑλληνικόν Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἑλληνικοί ἑλληνικαί ἑλληνικά GEN ἑλληνικῶν ἑλληνικῶν ἑλληνικῶν DAT ἑλληνικοῖς ἑλληνικαῖς ἑλληνικοῖς ACC ἑλληνικούς ἑλληνικάς ἑλληνικά
- Ἑλληνίς
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning: Grecian woman
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἑλληνίς ἑλληνίδες GEN ἑλληνίδος ἑλληνίδων DAT ἑλληνίδι ἑλληνίσι(ν) ACC ἑλληνίδα ἑλληνίδας VOC ἑλληνίς ἑλληνίδες
- ἐλλιπής
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Meaning: wanting, lacking, defective, withhold
- Cognates:
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masc Fem Neuter NOM ἐλλιπής ἐλλιπές GEN ἐλλιποῦς DAT ἐλλιπεῖ ACC ἐλλιπῆ ἐλλιπές Plural Masc Fem Neuter NOM ἐλλιπεῖς ἐλλιπῆ GEN ἐλλιπῶν DAT ἐλλιπέσι(ν) ACC ἐλλιπεῖς ἐλλιπῆ
- ἐλλογεῖται
-
- Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- Root: ἐλλογέω
- ἐλλογέω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to impute, put on account, charge to (someone's) account
- Cognates:
ἀλογέω, ἀνθομολογέομαι, ἀνθομολογέω, ἀνθομολογέομαι, ἀπολογέομαι, βαττολογέω, γενεαλογέω, δευτερολογέω, δοξολογέω, ἐλαιολογέω, ἐλλογέω, ἐνευλογέω, ἐξομολογέω, ἐπικαρπολογέω, ἐπιρρωγολογέομαι, εὐλογέω, ἠθολογέω, καθομολογέω, κακολογέω, κατευλογέω, κενολογέω, κοινολογέομαι, ξενολογέω, ὁμολογέω, ὁπλολογέω, προεξομολογέω, προεξομολογέομαι, σεμνολογέω, στρατολογέω, συναρμολογέω, συνομολογέω, φορολογέω, χρησμολογέω, ψευδολογέω, ψηφολογέω
- Forms:
- ἐλλόγα Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
- ἐλλογᾶται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- ἐλλόγει Verb: Pres Act Imperative 2nd Sing
- ἐλλογεῖται Verb: Pres Mid/Pass Ind 3rd Sing
- ἐλλόγιμος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
- Note: For superlative, see ἐλλογιμωτάτος
- Meaning:
- included
- reputable, eminent, distinguished
- Forms:
ADJECTIVE Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἐλλόγιμος ἐλλόγιμον GEN ἐλλογίμου DAT ἐλλογίμῳ ACC ἐλλόγιμον VOC ἐλλόγιμε ἐλλόγιμον Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἐλλόγιμοι ἐλλόγιμα GEN ἐλλογίμων DAT ἐλλογίμοις ACC ἐλλογίμους ἐλλόγιμα VOC ἐλλόγιμοι ἐλλόγιμα
- ἐλλογίμους
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc
- Root: ἐλλόγιμος
- ἐλλογιμωτάτοις
-
- Parse: Superlative Adj: Dat Plur Masc
- Root: ἐλλογιμωτάτος
- ἐλλογιμωτάτος
-
- Parse: Superlative Adj: Nom Sing Masc
- Note: Superlative of ἐλλόγιμος
- Meaning: most reputable, most eminent, most distinguished
Superlative Singular Masculine Feminine Neuter NOM ἐλλογιμώτατος ἐλλογιμωτάτη ἐλλογιμώτατον GEN ἐλλογιμωτάτου ἐλλογιμωτάτης ἐλλογιμωτάτου DAT ἐλλογιμωτάτῳ ἐλλογιμωτάτῃ ἐλλογιμωτάτῳ ACC ἐλλογιμώτατον ἐλλογιμωτάτην ἐλλογιμώτατον VOC ἐλλογιμωτατε ἐλλογιμωτάτη ἐλλογιμωτατε Plural Masculine Feminine Neuter NOM ἐλλογιμώτατοι ἐλλογιμώταται ἐλλογιμώτατα GEN ἐλλογιμωτάτων DAT ἐλλογιμωτάτοις ἐλλογιμωτάταις ἐλλογιμωτάτοις ACC ἐλλογιμωτάτους ἐλλογιμωτάτας ἐλλογιμώτατα
- ἐλλουλίμ
-
- Parse: Noun: Acc Plur Masc
- Hebrew: הִלּוּלִים
- Meaning:
- festival days
- festival exultation, praise festivals
- Concord:
NT: _
LXX: Judg 9:27
Apocrypha: _
Apostolic Fathers: _