- ὑπορρίπτω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to cast, throw down, hurl downward
- Cognates:
ἀπορίπτω, ἀποῤῥίπτω, διαρριπτέω, διαρρίπτω, ἐκριπτέω, ἐκρίπτω, ἐπιρρίπτω, καταρρίπτω, παραρριπτέω, παραρρίπτω, ῥιπτέω, ῥίπτω, ὑπερρίπτω, ὑπορρίπτω