ᾤχετο
ᾠχόμεθα
ᾠχόμεσθα
ᾠχόμην
ᾤχοντο
ᾤχου
ὤχρα
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • pale, wan, sallow
    • jaundice
    • mildew
  • Concord:

    NT: _
    LXX: Deut. 28:22
    Apocrypha: _
    Apostolic Fathers: _

  • Forms:
Feminine
 SingularPlural
NOMὤχραὤχραι
GENὤχραςὠχρῶν
DATὤχρᾳὤχραις
ACCὤχρανὤχρας
ὤχρᾳ
ὠχρός
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: pale, wan
ὠχυρώθησαν
ὠχυρωμένη
ὠχύρωσαν
ὠχύρωσε, ὠχύρωσεν