ἁλυκή
ἁλυκῇ
ἁλυκήν
ἁλυκῆς
ἁλυκόν
  • Parse:
    • Adj: Nom Sing Neut
    • Adj: Acc Sing Masc/Neut
  • Root: ἁλυκός
ἁλυκός
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Adjectival Meaning:
    • salty, briny
  • Substantival Meaning:
    • the Dead Sea יָם הַמֶּלַח
  • Forms:
Singular
 MascFemNeut
NOMἁλυκόςἁλυκήἁλυκόν
GENἁλυκοῦἁλυκῆςἁλυκοῦ
DATἁλυκῷἁλυκῇἁλυκῷ
ACCἁλυκόνἁλυκήνἁλυκόν
Plural
 MascFemNeut
NOMἁλυκοίἁλυκαίἁλυκά
GENἁλυκῶνἁλυκῶνἁλυκῶν
DATἁλυκοῖςἁλυκαῖςἁλυκοῖς
ACCἁλυκούςἁλυκάςἁλυκά
ἀλυκτός
ἀλύπητον
ἀλύπητος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: without sorrow, not grieved, not pained
  • Forms:
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀλύπητοςἀλύπητον
GENἀλυπήτου
DATἀλυπήτῳ
ACCἀλύπητον
VOCἀλύπητεἀλύπητον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀλύπητοιἀλύπητα
GENἀλυπήτων
DATἀλυπήτοις
ACCἀλυπήτουςἀλύπητα
VOCἀλύπητοιἀλύπητα
ἀλυπία
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: free of pain, free of grief, freedom from pain/grief
  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀλυπίαἀλυπίαι
GENἀλυπίαςἀλυπιῶν
DATἀλυπίᾳἀλυπίαις
ACCἀλυπίανἀλυπίας
VOCἀλυπίαἀλυπίαι
ἀλυπίαν
ἄλυπος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἄλυποςἄλυπον
GENἀλύπου
DATἀλύπῳ
ACCἄλυπον
VOCἄλυπεἄλυπον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἄλυποιἄλυπα
GENἀλύπων
DATἀλύποις
ACCἀλύπουςἄλυπα
VOCἄλυποιἄλυπα
ἀλυπότερος
  • Parse: Comparative Adj: Nom Sing Masc
  • Note: Comparative of ἄλυπος
  • Meaning: less sorrowful, reduced grief
Comparative
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀλυπότεροςἀλυποτέραἀλυπότερον
GENἀλυποτέρουἀλυποτέραςἀλυποτέρου
DATἀλυποτέρῳἀλυποτέρᾳἀλυποτέρῳ
ACCἀλυπότερονἀλυποτέρανἀλυπότερον
VOCἀλυπότερεἀλυποτέραἀλυπότερε
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀλυπότεροιἀλυπότεραιἀλυπότερα
GENἀλυποτέρων
DATἀλυποτέροιςἀλυποτέραιςἀλυποτέροις
ACCἀλυποτέρουςἀλυποτέραςἀλυπότερα
ἁλύσει
ἁλύσεις
ἁλύσεσι, ἁλύσεσιν
ἁλύσεως
ἁλυσιδωτά
ἁλυσιδωτοῖς
ἁλυσιδωτόν
ἁλυσιδωτός
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: chained, wrought in chain fashion, made like a chain
  • Note: θώρακα ἁλυσιδωτὸν = chainmail, 1Sam 17:5
  • Forms:
Singular
 MascFemNeut
NOMἁλυσιδωτόςἁλυσιδωτήἁλυσιδωτόν
GENἁλυσιδωτοῦἁλυσιδωτῆςἁλυσιδωτοῦ
DATἁλυσιδωτῷἁλυσιδωτῇἁλυσιδωτῷ
ACCἁλυσιδωτόνἁλυσιδωτήνἁλυσιδωτόν
Plural
 MascFemNeut
NOMἁλυσιδωτοίἁλυσιδωταίἁλυσιδωτά
GENἁλυσιδωτῶνἁλυσιδωτῶνἁλυσιδωτῶν
DATἁλυσιδωτοῖςἁλυσιδωταῖςἁλυσιδωτοῖς
ACCἁλυσιδωτούςἁλυσιδωτάςἁλυσιδωτά
ἁλυσιδωτοῦ
ἁλυσιδωτούς
ἅλυσιν
ἅλυσις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἅλυσιςἁλύσεις
GENἁλύσεωςἁλύσεων
DATἁλύσειἁλύσεσι(ν)
ACCἅλυσι(ν)ἁλύσεις
ἀλυσιτελές
ἀλυσιτελής
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: unprofitable, gainless, pernicious
  • Forms:
ADJECTIVE
Singular
 MascFemNeuter
NOMἀλυσιτελήςἀλυσιτελές
GENἀλυσιτελοῦς
DATἀλυσιτελεῖ
ACCἀλυσιτελῆἀλυσιτελές
Plural
 MascFemNeuter
NOMἀλυσιτελεῖςἀλυσιτελῆ
GENἀλυσιτελῶν
DATἀλυσιτελέσι(ν)
ACCἀλυσιτελεῖςἀλυσιτελῆ
ἀλύτοις
ἄλυτος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἄλυτοςἄλυτον
GENἀλύτου
DATἀλύτῳ
ACCἄλυτον
VOCἄλυτεἄλυτον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἄλυτοιἄλυτα
GENἀλύτων
DATἀλύτοις
ACCἀλύτουςἄλυτα
VOCἄλυτοιἄλυτα