- δίλογος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning:
- double-tongued, duplicitous, double-dealing
- insincere, equivocal, i.e., telling a different story
- two-faced
- Cognates:
ἁγιολόγος, αἰσχρολόγος, ἄλογος, ἀστρολόγος, δίλογος, εὔλογος, θεολόγος, λόγος, ματαιολόγος, μικρολόγος, μυθολόγος, ὁμόλογος, πρόλογος, σπερμολόγος, φορολόγος, ψευδολόγος
- Forms:
- δίλογοι Adj: Nom Plur Masc
- διλόγους Adj: Acc Plur Masc