παρώδευσε, παρώδευσεν
παρωθέω
  • Meaning:
    • to set aside, push aside
    • to reject, slight
  • Forms:
    • παρώσας Part: Aor Act Nom Sing Masc
παρῴκει
παρῳκήκασιν
παρῴκησα
παρῳκήσαμεν
παρῴκησαν
παρῴκησας
παρῴκησε, παρῴκησεν
παρῳκοῦσαν
  • Parse:
    • Verb: Imperfect Act Ind 1st Sing
    • Verb: Imperfect Act Ind 3rd Plur
  • Root: παροικέω
παρωμίδας
παρωμίς
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: shoulder strap
  • Forms:
παρών
παρωξύναμεν
παρώξυναν
παρώξυνας
παρωξύνατε
παρώξυνε, παρώξυνεν
παρωξύνετο
παρωξύνθη
παρωξύνθην
παρώργισα
παρώργισαν
παρώργισας
παρωργίσατε
παρώργισε, παρώργισεν
παρωργισμένην
πάρωρος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: untimely
  • Forms:
παρώσας
παρώτρυναν
παρῳχημέναις