ἀδάμαντα
  • Parse: Noun: Acc Sing Masc
  • Root: ἀδάμας
  • Concord:

    LXX: Amos 7:8f

ἀδάμαντι
ἀδαμάντινον
  • Parse:
    • Adj: Acc Sing Masc
    • Adj: Nom/Acc Sing Masc/Neut
  • Root: ἀδαμάντινος
  • Concord:

    Apocrypha: 4Macc 16:13

ἀδαμάντινος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: of adamant, adamantine, unbreakable, resolute, of steel
  • Concord:

    LXX: Amos 7:7;
    Apocrypha: 4Macc 16:13

Singular
 MascFemNeut
NOMἀδαμάντινοςἀδαμαντίνηἀδαμάντινον
GENἀδαμαντίνουἀδαμαντίνηςἀδαμαντίνου
DATἀδαμαντίνῳἀδαμαντίνῃἀδαμαντίνῳ
ACCἀδαμάντινονἀδαμαντίνηνἀδαμάντινον
VOCἀδαμάντινεἀδαμαντίνηἀδαμάντινε
Plural
 MascFemNeut
NOMἀδαμάντινοιἀδαμάντιναιἀδαμάντινα
GENἀδαμαντίνωνἀδαμαντίνωνἀδαμαντίνων
DATἀδαμαντίνοιςἀδαμαντίναιςἀδαμαντίνοις
ACCἀδαμαντίνουςἀδαμαντίναςἀδαμάντινα
VOCἀδαμάντινοιἀδαμάντιναιἀδαμάντινα
ἀδαμαντίνου
ἀδάμας
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: adamant, steel, very hard metal
  • Concord:

    LXX: Amos 7:8f

ἀδάμαστα
  • Parse:
    • Adj: Voc Plur Neut
    • Adj: Nom/Acc Plur Neut
  • Root: ἀδάμαστος
  • Concord:

    Apocrypha: 4Macc 15:13

ἀδάμαστος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning:
    • unsubdued, untamed, unbroken
    • not to be prevailed over, insurmountable
  • Concord:

    Apocrypha: 4Macc 15:13; Sir 30:8

ἀδάπανον
ἀδάπανος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: without expense, costless, free of charge
  • Concord:

    NT: 1Cor 9:18