- ἀντιχράω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to be sufficient
- Cognates:
ἀντιχράω, ἀποχράω, καταχράομαι, καταχράω, παραχράομαι, προσχράω, συγχράομαι, χράω
- ἀντίχριστοι
-
- Parse: Noun: Nom Plur Masc
- Root: ἀντίχριστος
- ἀντίχριστος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: antichrist
- Cognates:
Masculine Noun Singular Plural NOM ἀντίχριστος ἀντίχριστοι GEN ἀντιχρίστου ἀντιχρίστων DAT ἀντιχρίστῳ ἀντιχρίστοις ACC ἀντίχριστον ἀντιχρίστους VOC ἀντίχριστε ἀντίχριστοι
- ἀντιχρίστου
-
- Parse: Noun: Gen Sing Masc
- Root: ἀντίχριστος