ἀποσημαινάμενος
ἀποσημαίνω
  • Meaning: to notify
  • Note: also spelled ὑποσημαίνω
  • Forms:
    • ἀποσημαινάμενος Part: Aor Mid Nom Sing Masc
    • ἀποσημανθῆναι Verb: Aor Pass Infin
ἀποσημανθῆναι