- ἀποστολαῖς
-
- Parse: Noun: Dat Plur Fem
- Root: ἀποστολή
- ἀποστολή
-
- Parse: Noun: Nom Sing Fem
- Meaning:
- a sending off, sending away
- apostleship, commission
- parting gift, reward
- message
- mission discharged
- exempting from duties
- a portion of the whole, part
- exile, expulsion (to a foreign land)
- plague (sent by God)
- a shoot (of a plant)
- metaphor for female breasts
- Cognates:
ἀποστολή, διαστολή, ἐξαποστολή, ἐπιστολή, καταστολή, περιστολή, στολή, ὑποστολή
- Forms:
Feminine Noun Singular Plural NOM ἀποστολή ἀποστολαί GEN ἀποστολῆς ἀποστολῶν DAT ἀποστολῇ ἀποστολαῖς ACC ἀποστολήν ἀποστολάς VOC ἀποστολή ἀποστολαί
- ἀποστολικάς
-
- Parse: Adj: Gen Sing Fem
- Adj: Acc Plur Fem
- Root: ἀποστολικός
- ἀποστολικῆς
-
- Parse: Adj: Gen Sing Fem
- Root: ἀποστολικός
- ἀποστολικός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: apostolic
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM ἀποστολικός ἀποστολική ἀποστολικόν GEN ἀποστολικοῦ ἀποστολικῆς ἀποστολικοῦ DAT ἀποστολικῷ ἀποστολικῇ ἀποστολικῷ ACC ἀποστολικόν ἀποστολικήν ἀποστολικόν Plural Masc Fem Neut NOM ἀποστολικοί ἀποστολικαί ἀποστολικά GEN ἀποστολικῶν ἀποστολικῶν ἀποστολικῶν DAT ἀποστολικοῖς ἀποστολικαῖς ἀποστολικοῖς ACC ἀποστολικούς ἀποστολικάς ἀποστολικά
- ἀποστολικούς
-
- Parse: Adj: Acc Plur Masc
- Root: ἀποστολικός
- ἀποστολικῷ
-
- Parse: Adj: Dat Sing MFN
- Root: ἀποστολικός
- ἀποστόλοις
-
- Parse: Noun: Dat Plur Masc
- Root: ἀπόστολος
- ἀπόστολος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning: apostle, messenger, ambassador, he that is sent
Masculine Noun Singular Plural NOM ἀπόστολος ἀπόστολοι GEN ἀποστόλου ἀποστόλων DAT ἀποστόλῳ ἀποστόλοις ACC ἀπόστολον ἀποστόλους VOC ἀπόστολε ἀπόστολοι
- ἀποστόλους
-
- Parse: Noun: Acc Plur Masc
- Root: ἀπόστολος
- ἀποστοματίζειν
-
- Parse: Verb: Pres Act Infin
- Root: ἀποστοματίζω
- ἀποστοματίζω
-
- Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
- Meaning: to question closely, interrogate, provoke to speak, dictate, catechize
- Forms:
- ἀποστοματίζειν Verb: Pres Act Infin