αὐστηρία
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: austerity, harshness, roughness, sour behaviour, attitude of being rough
  • Forms:
αὐστηρίαν
αὐστηρός
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Note: For comparative, see αὐστηρότερος
  • Meaning:
    • harsh, rough, severe, bitter, austere, exacting
    • not gentle, not affectionate
  • Forms:
Singular
 MascFemNeut
NOMαὐστηρόςαὐστηράαὐστηρόν
GENαὐστηροῦαὐστηρᾶςαὐστηροῦ
DATαὐστηρῷαὐστηρᾷαὐστηρῷ
ACCαὐστηρόναὐστηράναὐστηρόν
Plural
 MascFemNeut
NOMαὐστηροίαὐστηραίαὐστηρά
GENαὐστηρῶν
DATαὐστηροῖςαὐστηραῖςαὐστηροῖς
ACCαὐστηρούςαὐστηράςαὐστηρά
αὐστηρότερον
αὐστηρότερος
  • Parse: Comparative Adj: Nom Sing Masc
  • Note: Comparative of αὐστηρός
  • Meaning: more harsh, more severe
αὐστηρῷ