- ὀγδοήκοντα
-
- Parse: Adj: Nom Plur Masc
- Meaning: 80
Eighty Number Code Greek 80 π' ὀγδοήκοντα 81 πα' ὀγδοήκοντα καὶ (εἷς , μία, ἕν) 82 πβ' ὀγδοηκονταδύο 83 πγ' ὀγδοηκοντατρεῖς 84 πδ' ὀγδοηκοντατέσσαρες 85 πε' ὀγδοηκονταπέντε 86 πς' ὀγδοηκονταέξ 87 πζ' ὀγδοηκονταεπτά 88 πη' ὀγδοηκονταοκτώ 89 πθ' ὀγδοηκονταεννέα
- ὀγδοηκονταεννέα
-
- Parse: Adj: Cardinal Number
- Meaning: eighty-nine, 89
- ὀγδοηκονταοκτώ
-
- Parse: Adj: Cardinal Number
- Meaning: eighty-eight, 88
- ὀγδοηκονταεπτά
-
- Parse: Adj: Cardinal Number
- Meaning: eighty-seven, 87
- ὀγδοηκονταέξ
-
- Parse: Adj: Cardinal Number
- Meaning: eighty-six, 86
- ὀγδοηκονταπέντε
-
- Parse: Adj: Cardinal Number
- Meaning: eighty-five, 85
- ὀγδοηκοντατρεῖς
-
- Parse: Adj: Cardinal Number
- Meaning: eighty-three, 83
- ὀγδοηκοντατριῶν
-
- Parse: Adj: Cardinal Number
- Meaning: eighty-three, 83
- ὀγδοηκονταδύο
-
- Parse: Adj: Cardinal Number
- Meaning: eighty-two, 82
- ὀγδοηκοντάκις
-
- Parse: Adverb
- Meaning: eighty times
- ὀγδοηκοντατέσσαρες
-
- Parse: Adj: Cardinal Number
- Meaning: eighty-four, 84
- ὀγδοηκοντατεσσάρων
-
- Parse: Adj: Gen Plur MFN
- Meaning: eighty-four
- ὀγδοηκοστῇ
-
- Parse: Adj: Dat Sing Fem
- Root: ὀγδοηκοστός
- ὀγδοηκοστός
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: eightieth
- Forms:
- ὀγδοηκοστῇ Adj: Dat Sing Fem
- ὀγδοηκοστοῦ Adj: Gen Sing Neut
- ὀγδοηκοστῷ Adj: Dat Sing Masc/Neut
- ὀγδοηκοστοῦ
-
- Parse: Adj: Gen Sing Masc/Neut
- Root: ὀγδοηκοστός
- ὀγδοηκοστῷ
-
- Parse: Adj: Dat Sing Masc/Neut
- Root: ὀγδοηκοστός
- ὄγδοος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: eighth
- Forms:
- ὀγδόην Adj: Acc Sing Fem
- ὀγδόῃ Adj: Dat Sing Fem
- ὄγδοον Adj: Acc Sing Masc
- ὀγδόης Adj: Gen Sing Fem
- ὀγδόου Adj: Gen Sing Neut
- ὀγδόῳ Adj: Dat Sing Masc/Neut
- ὄγδοος καὶ δέκατος
-
- Parse: Adj: Nom Sing Masc
- Meaning: eighteenth
- Forms:
Singular Masc Fem Neut NOM ὄγδοος καὶ δέκατος ὄγδοος καὶ δεκάτη ὄγδοος καὶ δέκατον GEN ὄγδοος καὶ δεκάτου ὄγδοος καὶ δεκάτης ὄγδοος καὶ δεκάτου DAT ὄγδοος καὶ δεκάτῳ ὄγδοος καὶ δεκάτῃ ὄγδοος καὶ δεκάτῳ ACC ὄγδοος καὶ δέκατον ὄγδοος καὶ δεκάτην ὄγδοος καὶ δέκατον VOC ὄγδοος καὶ δέκατε ὄγδοος καὶ δεκάτη ὄγδοος καὶ δέκατε Plural Masc Fem Neut NOM ὄγδοος καὶ δέκατοι ὄγδοος καὶ δέκαται ὄγδοος καὶ δέκατα GEN ὄγδοος καὶ δεκάτων ὄγδοος καὶ δεκάτων ὄγδοος καὶ δεκάτων DAT ὄγδοος καὶ δεκάτοις ὄγδοος καὶ δεκάταις ὄγδοος καὶ δεκάτοις ACC ὄγδοος καὶ δεκάτους ὄγδοος καὶ δεκάτας ὄγδοος καὶ δέκατα VOC ὄγδοος καὶ δέκατοι ὄγδοος καὶ δέκαται ὄγδοος καὶ δέκατα
- ὀγκάομαι
-
- Meaning: to bray
- ὄγκος
-
- Parse: Noun: Nom Sing Masc
- Meaning:
- bulk, mass, heap
- weight, trouble, impediment, burden
- ὄγκωμα
-
- Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
- Meaning: swelling