στοά
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: porch, portico, roofed colonnade
  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMστοάστοαί
GENστοᾶς, στοάςστοῶν
DATστοᾷστοαῖς
ACCστοάνστοάς
VOCστοάστοαί, στοᾶς
στοᾷ
  • Parse: Noun: Dat Sing Fem
  • Root: στοά
στοαί
  • Parse: Noun: Nom Plur Fem
  • Root: στοά
στοάς
  • Parse: Noun: Acc Plur Fem
  • Root: στοά
στοιβάδας
στοιβάζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to pile up, pack together, heap up
    • to bolster, reinforce, shore up
    • to overwhelm
  • Cognates:

    ἐπιστοιβάζω, στοιβάζω

  • Forms:
    • ἐστοίβασε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
    • ἐστοιβασμένῃ Part: Perf Mid/Pass Dat Sing Fem
    • στοιβάσατε Verb: Aor Act Imperative 2nd Plur
    • στοιβάσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
στοιβάς
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: branch, bough
  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMστοιβάςστοιβάδες
GENστοιβάδοςστοιβάδων
DATστοιβάδιστοιβάσι(ν)
ACCστοιβάδαστοιβάδας
στοιβάσατε
στοιβάσει
στοιβή
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • heap of straw, a plant used for stuffing
    • broom bush, broom shrub (from which broom bristles are made)
    • heap (of grain)
  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMστοιβήστοιβαί
GENστοιβῆςστοιβῶν
DATστοιβῇστοιβαῖς
ACCστοιβήνστοιβάς
VOCστοιβήστοιβαί
στοιβῆς
στοιχεῖα
στοιχεῖν
στοιχεῖον
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning: element, principle, rudiment, the basic component (of the universe or of the human body)
  • Forms:
Neuter
 SingularPlural
NOMστοιχεῖονστοιχεῖα
GENστοιχείουστοιχείων
DATστοιχείῳστοιχείοις
ACCστοιχεῖονστοιχεῖα
στοιχεῖς
στοιχείων
στοιχείωσιν
στοιχείωσις
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: elements, teaching of the fundamentals, elementary exposition
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMστοιχείωσιςστοιχειώσεις
GENστοιχειώσεωςστοιχειώσεων
DATστοιχειώσειστοιχειώσεσι(ν)
ACCστοιχείωσι(ν)στοιχειώσεις
στοιχέω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to walk, proceed
    • to prosper
    • to meet expected standard
    • to go on to sprout
    • to march in step, walk (orderly), be in line with
  • Forms:
    • στοιχεῖν Verb: Pres Act Infin
    • στοιχεῖς Verb: Pres Act Ind 2nd Sing
    • στοιχήσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
    • στοιχήσουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
    • στοιχοῦσι Part: Pres Act Dat Plur Masc
    • στοιχοῦσιν Part: Pres Act Dat Plur Masc
    • στοιχῶμεν Verb: Pres Act Subj 1st Plur
    • στοιχοῦντας Part: Pres Act Acc Plur Masc
στοιχήσει
στοιχήσουσι, στοιχήσουσιν
στοῖχοι
στοῖχος
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: row, tier, course (of masonry), an orderly arrangement
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMστοῖχοςστοῖχοι
GENστοίχουστοίχων
DATστοίχῳστοίχοις
ACCστοῖχονστοίχους
VOCστοῖχεστοῖχοι
στοιχοῦντας
στοιχοῦσι, στοιχοῦσιν
στοιχῶμεν
στολαί
στολαῖς
στολάς
στολή
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMστολήστολαί
GENστολῆςστολῶν
DATστολῇστολαῖς
ACCστολήνστολάς
VOCστολήστολαί
στολῇ
στολήν
στολῆς
στολιεῖ
στολίζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Active Meaning:
    • to clothe
    • to dress (someone) with (something)
    • to trim (sails)
    • to adorn
  • Middle Meaning:
    • to clothe oneself, wear
    • to wear (appropriate clothing)
  • Passive Meaning:
    • to be dressed with
    • to wear
    • to be in full dress
  • Forms:
Present
Imperfect
  • ἐστολίζετο Verb: Imperfect Mid/Pass Ind 3rd Sing
Future
  • στολιεῖ Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
  • στολιῶ Verb: Fut Act Ind 1st Sing
Aorist
  • ἐστόλισε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • στολίσαι Verb: Aor Act Infin
  • στολισάτω Verb: Aor Act Imperative 3rd Sing
Perfect
  • ἐστολισμένος Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Masc
  • ἐστολισμένοι Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Masc
  • ἐστολισμένους Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Masc
στολίσαι
  • Parse:
    • Verb: Aor Act Infin
    • Verb: Aor Act Opt 3rd Sing
  • Root: στολίζω
στολισάτω
στολισμόν
στολισμός
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • clothing, outfit, equipment, dress
    • equipping, dressing
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMστολισμόςστολισμοί
GENστολισμοῦστολισμῶν
DATστολισμῷστολισμοῖς
ACCστολισμόνστολισμούς
VOCστολισμέστολισμοί
στολισμοῦ
στολιστής
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: the keeper of sacred robes
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMστολιστήςστολισταί
GENστολιστοῦστολιστῶν
DATστολιστῇστολισταῖς
ACCστολιστήνστολιστάς
VOCστολιστάστολισταί
στολιῶ
στόλος
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • voyage
    • fleet, navy, armada
    • equipment (gear for military force)
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMστόλοςστόλοι
GENστόλουστόλων
DATστόλῳστόλοις
ACCστόλονστόλους
VOCστόλεστόλοι
στόλου
στόλῳ
στόμα
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • mouth, face
    • edge

      ἐν στόματι ῥομφαίας
      with an edge of a sword (Josh 6:21)

    • mouth-shaped receptacle
    • lip-shaped object (oblong, narrow, and thin)
    • the farthest end
    • utterance (i.e., what comes out of the mouth)
  • Forms:
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMστόμαστόματα
GENστόματοςστομάτων
DATστόματιστόμασι(ν)
ACCστόμαστόματα
VOCστόμαστόματα
στόμασι, στόμασιν
στόματα
στόματι
στόματος
στομάτων
στόμαχον
στόμαχος
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: stomach
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMστόμαχοςστόμαχοι
GENστομάχουστομάχων
DATστομάχῳστομάχοις
ACCστόμαχονστομάχους
VOCστόμαχεστόμαχοι
στόμιον
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning: mouth (of a cave)
στομίου
στόμωμα
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • hardened iron, steel
    • a mouth, entrance
  • Concord:

    NT: _
    LXX: _
    Apocrypha: Sir. 31:26
    Apostolic Fathers: _

Neuter Noun
 SingularPlural
NOMστόμωμαστομώματα
GENστομώματοςστομωμάτων
DATστομώματιστομώμασι(ν)
ACCστόμωμαστομώματα
VOCστόμωμαστομώματα
στοργή
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • love, affection (of parents and children)
    • feeling of intimate affection
  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMστοργήστοργαί
GENστοργῆςστοργῶν
DATστοργῇστοργαῖς
ACCστοργήνστοργάς
VOCστοργήστοργαί
στοργῇ
στοργήν
στόρνυμι
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to spread, strew
  • Forms:
    • ἐστρωμέναι Part: Perf Mid/Pass Nom Plur Fem
στοχάζομαι
  • Parse: Verb: Pres Mid/Pass Ind 1st Sing
  • Meaning:
    • to aim or shoot at
    • to investigate (the characteristics of)
    • to reckon, calculate
    • to guess at
    • to have regard for
  • Forms:
    • στοχάσασθαι Verb: Aor Mid Infin
    • στοχαζόμενος Part: Pres Mid/Pass Nom Sing Masc
στοχαζόμενος
στοχάζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to calculate
    • to investigate and determine the size or extent of something
    • to investigate and determine the nature of something
    • to have regard to/for (someone) (2Macc 14:8)
    • to aim at, shoot at
  • Forms:
    • στόχασαι Verb: Aor Mid Imperative 2nd Sing
στοχασάμενος
στόχασαι
στοχάσασθαι
στοχαστήν
στοχαστής
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning: diviner, conjecturer
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMστοχαστήςστοχασταί
GENστοχαστοῦστοχαστῶν
DATστοχαστῇστοχασταῖς
ACCστοχαστήνστοχαστάς
VOCστοχαστάστοχασταί