ἀφώδευσαν
ἀφῶμεν
ἀφωμοιωμένα
ἀφωμοιωμένος
ἀφωμοίωνται
ἁφῶν
  • Parse: Noun: Gen Plur Fem
  • Root: ἁφή
ἄφωνα
ἄφωνον
  • Parse:
    • Adj: Nom Sing Masc
    • Adj: Nom/Acc Neut
  • Root: ἄφωνος
ἄφωνος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἄφωνοςἄφωνον
GENἀφώνου
DATἀφώνῳ
ACCἄφωνον
VOCἄφωνεἄφωνον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἄφωνοιἄφωνα
GENἀφώνων
DATἀφώνοις
ACCἀφώνουςἄφωνα
VOCἄφωνοιἄφωνα
ἀφώνους
ἀφώριζε, ἀφώριζεν
ἀφώρισα
ἀφώρισε, ἀφώρισεν
ἀφωρίσθη
ἀφωρίσθησαν
ἀφωρισμένα
ἀφωρισμένας
ἀφωρισμένη
ἀφωρισμένην
ἀφωρισμένοι
ἀφωρισμένον
  • Parse:
    • Part: Perf Mid/Pass Nom Sing Neut
    • Part: Perf Mid/Pass Acc Sing Masc/Neut
  • Root: ἀφορίζω
ἀφωρισμένος
ἀφωρισμένους
ἀφώρισται
ἀφώρμησεν
  • Parse:
    • Verb: FutPerf Act Infin
    • Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
  • Root: ἀφορμάω