ἀπόστα
ἀποστάζει
ἀποστάζουσιν
ἀποστάζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to drip, distill, trickle
    • to cause to fall drop by drop, let fall drop by drop
  • Cognates:

    ἀποστάζω, στάζω

  • Forms:
    • ἀποστάζει Verb: Pres Act Ind 3rd Sing
    • ἀποστάζουσι(ν) Verb: Pres Act Ind 3rd Plur
ἀποσταθῇ
ἀποσταθήσεται
ἀποσταίη
ἀποσταλάξει
ἀποσταλάζω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to drip, drop
    • to let drip
  • Forms:
    • ἀποσταλάξει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
ἀποσταλείς
ἀποσταλεῖσι, ἀποσταλεῖσιν
ἀποσταλέντες
ἀποσταλέντι
ἀποσταλέντος
ἀποσταλῇ
ἀποσταλήσονται
ἀποσταλῶσι, ἀποσταλῶσιν
ἀποστάντα
ἀποστάντες
ἀποστάς
ἀποστάσει
ἀποστάσεις
ἀποστασία
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning:
    • revolt, rebellion, abandonment, defection, falling away
    • religious apostasy
  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀποστασίαἀποστασίαι
GENἀποστασίαςἀποστασιῶν
DATἀποστασίᾳἀποστασίαις
ACCἀποστασίανἀποστασίας
VOCἀποστασίαἀποστασίαι
ἀποστασίᾳ
ἀποστασίαν
ἀποστάσιον
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning:
    • writing of divorcement
    • divorce certificate (written by husband and given to his wife)
    • relinquishment
    • act of parting with, severing of relationship with
  • Forms:
Neuter
 SingularPlural
NOMἀποστάσιονἀποστάσια
GENἀποστασίουἀποστασίων
DATἀποστασίῳἀποστασίοις
ACCἀποστάσιονἀποστάσια
ἀποστασίου
ἀπόστασις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀπόστασιςἀποστάσεις
GENἀποστάσεωςἀποστάσεων
DATἀποστάσειἀποστάσεσι(ν)
ACCἀπόστασι(ν)ἀποστάσεις
ἀποστάται
ἀποστάταις
ἀποστάτας
ἀποστατεῖν
ἀποστατεῖτε
ἀποστατέω
ἀποστάτην
ἀποστάτης
Masculine Noun
 SingularPlural
NOMἀποστάτηςἀποστάται
GENἀποστάτουἀποστατῶν
DATἀποστάτῃἀποστάταις
ACCἀποστάτην
ἀποστάτας
VOCἀποστάταἀποστάται
ἀποστατῆσαι
ἀποστατήσῃ
ἀποστάτιν
ἀποστάτις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀποστάτιςἀποστάτιδες
GENἀποστάτιδοςἀποστάτίδων
DATἀποστάτιδιἀποστάτισι(ν)
ACCἀποστάτιδαἀποστάτιδας
VOCἀποστάτιἀποστάτιδες
ἀποστατοῦντας
ἀποστατῶν