μετήγαγε, μετήγαγεν
μετήγαγες
μετηγάγετε
μετηγμένων
  • Parse: Part: Perf Mid/Pass Gen Plur MFN
  • Meaning: to transfer, lead away
  • Root: μετάγω
μετῆλθε, μετῆλθεν
μετηλλάγη
μετήλλαξαν
μετήλλαξε, μετήλλαξεν
μετηλλαχότος
μετήορος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: lofty, lifted off the ground, upper, high in the air, hanging
  • Note: Also see meteor
  • Forms:
μετῆρας, μετῇρας
μετῆρε, μετῇρε, μετῆρεν, μετῇρεν
μετήχθησαν