scale
γεῖσος
γεῖσος
  • Parse: Noun: Nom/Acc Sing Neut
  • Meaning: projecting part of a roof, roof overhang, cornice, eave, soffit, border, ground sill, chapiter, capital
  • Forms:
Neuter
 SingularPlural
NOMγεῖσοςγείσα
γείση
GENγείσουςγεισῶν
DATγείσειγείσεσι(ν)
ACCγείσοςγείσα
γείση
γείσους
γεισῶν
γειτνιάω
  • Meaning: to be a neighbour, border on, be adjacent
  • Forms:
    • γειτνιῶν Part: Pres Act Nom Sing Masc
    • γειτνιῶντας Part: Pres Act Acc Plur Masc
γειτνιῶν
γειτνιῶντας
γειτνιῶντες
γείτονα
γείτονας
γείτονες
γείτονος
γειτόνων
γείτοσι, γείτοσιν
γείτων
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: neighbour
  • Forms:
Masculine/Feminine
 SingularPlural
NOMγείτωνγείτονες
GENγείτονοςγειτόνων
DATγείτονιγείτοσι(ν)
ACCγείτοναγείτονας
VOCγείτονγείτονες
γειώραις
γειώρας
  • Parse: Noun: Nom Sing Masc
  • Meaning:
    • resident alien, someone who has citizenship in one country but is a permanent resident in another
    • sojourner
    • immigrant
  • Note: Also spelled γιώρας
  • Forms: