ἐπευθυμέω
ἐπευθυμήσωσιν
ἐπευκτή
ἐπευκτός
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc
  • Meaning: longed for, blessed, welcomed
  • Forms:
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἐπευκτόςἐπευκτήἐπευκτόν
GENἐπευκτοῦἐπευκτῆς
ἐπευκτής
ἐπευκτοῦ
DATἐπευκτῷἐπευκτῇἐπευκτῷ
ACCἐπευκτόνἐπευκτήνἐπευκτόν
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἐπευκτοίἐπευκταίἐπευκτά
GENἐπευκτῶνἐπευκτῶνἐπευκτῶν
DATἐπευκτοῖςἐπευκταῖςἐπευκτοῖς
ACCἐπευκτούςἐπευκτάςἐπευκτά
ἐπεύξασθαι
ἐπεύχεσθαι
ἐπεύχομαι