ἀποκιδαρόω
  • Meaning:
  • Forms:
    • ἀποκιδαρώσει Verb: Fut Act Ind 3rd Sing
    • ἀποκιδαρώσετε Verb: Fut Act Ind 2nd Plur
ἀποκιδαρώσει
ἀποκιδαρώσετε