ἀντίστα
ἀντισταθῆτε
ἀντίσταθῶσιν
ἀντιστάντας
ἀντιστάς
ἀντιστᾶσα
  • Parse:
    • Part: Pres Act Nom Sing Fem
    • Part: Aor Act Nom Sing Fem
  • Meaning: to set against
  • Root: ἀνθίστημι
ἀντίστηθι
ἀντιστῆναι
ἀντιστήριγμα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMἀντιστήριγμαἀντιστηρίγματα
GENἀντιστηρίγματοςἀντιστηριγμάτων
DATἀντιστηρίγματιἀντιστηρίγμασι(ν)
ACCἀντιστήριγμαἀντιστηρίγματα
VOCἀντιστήριγμαἀντιστηρίγματα
ἀντιστηρίγματα
ἀντιστηρίζει
ἀντιστηριζόμενοι
ἀντιστηρίζω
ἀντιστηρίσασθε
ἀντιστήσεται
ἀντιστήσῃ
ἀντιστήσονται
ἀντίστητε
ἀντιστήτω
ἀντιστρατεύομαι
ἀντιστρατευόμενον
ἀντιστῶμεν
ἀντιστῶσιν
ἀντισχεῖν
  • Parse: Verb: Aor Act Infin
  • Meaning: to hold against
  • Root: ἀντέχω