καταχαίρω
καταχαλάω
καταχαλκόω
καταχαροῦμαι
καταχέει
καταχεῖν
καταχεύω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to sound, ring, clash
καταχέω
καταχθείησαν
καταχθέντες
καταχθόνιος
καταχθονίων
καταχράομαι
καταχράω
κατάχρεος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning:
    • subjected to, subject to (sin)
    • under the control of
    • involved in (debt)
  • Cognates:

    χρέος, κατάχρεος

  • Forms:
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMκατάχρεοςκατάχρεον
GENκαταχρέου
DATκαταχρέῳ
ACCκατάχρεον
VOCκατάχρεεκατάχρεον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMκατάχρεοικατάχρεα
GENκαταχρέων
DATκαταχρέοις
ACCκαταχρέουςκατάχρεα
VOCκατάχρεοικατάχρεα
καταχρέῳ
καταχρήσασθαι
καταχρίσας
καταχρίω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to anoint, paint (with a liquid)
    • to smear with (some sticky substance)
    • to coat (with pitch or tar)

      μήτηρ αὐτοῦ θῖβιν κατέχρισεν ἀσφαλτοπίσσῃ
      his mother coated a basket with pitch (Ex 2:3)

  • Cognates:

    διαχρίω, ἐγχρίω, ἐπιχρίω, καταχρίω, χρίω

  • Forms:
    • καταχρίσας Part: Aor Act Nom Sing Masc
    • κατέχρισε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
καταχρύσεα
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: gold work
καταχρυσόω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning: to goldplate, gild with gold
  • Cognates:

    καταχρυσόω, περιχρυσόω, χρυσόω

  • Forms:
    • κατακεχρυσωμένους Part: Perf Mid/Pass Acc Plur Masc
    • καταχρυσώσεις Verb: Fut Act Ind 2nd Sing
    • κατεχρύσωσαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
    • κατεχρύσωσε(ν) Verb: Aor Act Ind 3rd Sing
καταχρυσώσεις
καταχρώμενοι
καταχρωμένων
καταχρῶνται
κατάχυμα
Neuter Noun
 SingularPlural
NOMκατάχυμακαταχύματα
GENκαταχύματοςκαταχυμάτων
DATκαταχύματικαταχύμασι(ν)
ACCκατάχυμακαταχύματα
VOCκατάχυμακαταχύματα
καταχύματος
κατάχυσις
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMκατάχυσιςκαταχύσεις
GENκαταχύσεωςκαταχύσεων
DATκαταχύσεικαταχύσεσι(ν)
ACCκατάχυσι(ν)καταχύσεις
καταχώννυμι
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to overwhelm
    • to cover with a heap
    • bury under a heap of objects
  • Cognates:

    καταχώννυμι, συγχώννυμι

  • Forms:
    • καταχώσουσι(ν) Verb: Fut Act Ind 3rd Plur
καταχωρίζω
καταχωρίσαι
καταχώσουσι, καταχώσουσιν