ἀσυγκρασία
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: lack of sharing, without community spirit
  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀσυγκρασίαἀσυγκρασίαι
GENἀσυγκρασίαςἀσυγκρασιῶν
DATἀσυγκρασίᾳἀσυγκρασίαις
ACCἀσυγκρασίανἀσυγκρασίας
VOCἀσυγκρασίαἀσυγκρασίαι
ἀσύγκριτον
ἀσύγκριτος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀσύγκριτοςἀσύγκριτον
GENἀσυγκρίτου
DATἀσυγκρίτῳ
ACCἀσύγκριτον
VOCἀσύγκριτεἀσύγκριτον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀσύγκριτοιἀσύγκριτα
GENἀσυγκρίτων
DATἀσυγκρίτοις
ACCἀσυγκρίτουςἀσύγκριτα
VOCἀσύγκριτοιἀσύγκριτα
ἀσυλία
  • Parse: Noun: Nom Sing Fem
  • Meaning: inviolability, right of sanctuary
  • Forms:
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀσυλίαἀσυλίαι
GENἀσυλίαςἀσυλιῶν
DATἀσυλίᾳἀσυλίαις
ACCἀσυλίανἀσυλίας
VOCἀσυλίαἀσυλίαι
ἀσυλίᾳ
ἄσυλον
ἄσυλος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: safe from violence, inviolate, protected from violence
  • Forms:
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἄσυλοςἄσυλον
GENἀσύλου
DATἀσύλῳ
ACCἄσυλον
VOCἄσυλεἄσυλον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἄσυλοιἄσυλα
GENἀσύλων
DATἀσύλοις
ACCἀσύλουςἄσυλα
VOCἄσυλοιἄσυλα
ἀσύλου
ἀσύμφορα
ἀσύμφορον
ἀσύμφορος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀσύμφοροςἀσύμφορον
GENἀσυμφόρου
DATἀσυμφόρῳ
ACCἀσύμφορον
VOCἀσύμφορεἀσύμφορον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀσύμφοροιἀσύμφορα
GENἀσυμφόρων
DATἀσυμφόροις
ACCἀσυμφόρουςἀσύμφορα
VOCἀσύμφοροιἀσύμφορα
ἀσύμφωνοι
ἀσύμφωνον
ἀσύμφωνος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀσύμφωνοςἀσύμφωνον
GENἀσυμφώνου
DATἀσυμφώνῳ
ACCἀσύμφωνον
VOCἀσύμφωνεἀσύμφωνον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀσύμφωνοιἀσύμφωνα
GENἀσυμφώνων
DATἀσυμφώνοις
ACCἀσυμφώνουςἀσύμφωνα
VOCἀσύμφωνοιἀσύμφωνα
ἀσυμφώνων
ἀσύνετε
ἀσύνετοι
ἀσύνετον
ἀσύνετος
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Note: For comparative, see ἀσυνετώτερος
  • Meaning: foolish, without understanding, unintelligent, senseless, stupid
  • Forms:
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀσύνετοςἀσύνετον
GENἀσυνέτου
DATἀσυνέτῳ
ACCἀσύνετον
VOCἀσύνετεἀσύνετον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀσύνετοιἀσύνετα
GENἀσυνέτων
DATἀσυνέτοις
ACCἀσυνέτουςἀσύνετα
VOCἀσύνετοιἀσύνετα
ἀσυνέτου
ἀσυνέτους
ἀσυνέτῳ
ἀσυνέτων
ἀσυνετώτερος
  • Parse: Comparative Adj: Nom Sing Masc
  • Note: Comparative of ἀσύνετος
  • Meaning: more foolish
Comparative
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀσυνετώτεροςἀσυνετωτέραἀσυνετώτερον
GENἀσυνετωτέρουἀσυνετωτέραςἀσυνετωτέρου
DATἀσυνετωτέρῳἀσυνετωτέρᾳἀσυνετωτέρῳ
ACCἀσυνετώτερονἀσυνετωτέρανἀσυνετώτερον
VOCἀσυνετώτερεἀσυνετωτέραἀσυνετώτερε
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀσυνετώτεροιἀσυνετώτεραιἀσυνετώτερα
GENἀσυνετωτέρων
DATἀσυνετωτέροιςἀσυνετωτέραιςἀσυνετωτέροις
ACCἀσυνετωτέρουςἀσυνετωτέραςἀσυνετώτερα
ἀσυνθεσία
Feminine Noun
 SingularPlural
NOMἀσυνθεσίαἀσυνθεσίαι
GENἀσυνθεσίαςἀσυνθεσιῶν
DATἀσυνθεσίᾳἀσυνθεσίαις
ACCἀσυνθεσίανἀσυνθεσίας
VOCἀσυνθεσίαἀσυνθεσίαι
ἀσυνθεσίᾳ
ἀσυνθεσίαν
ἀσυνθετέω
  • Parse: Verb: Pres Act Ind/Subj 1st Sing
  • Meaning:
    • to break covenant, be faithless
    • to violate an agreement and be unfaithful to it
  • Cognates:

    ἀθετέω, ἀσυνθετέω, νομοθετέω

  • Forms:
    • ἀσυνθετῆσαι Verb: Aor Act Infin
    • ἀσυνθετήσητε Verb: Aor Act Subj 2nd Plur
    • ἀσυνθετοῦντας Part: Aor Act Acc Plur Masc
    • ἠσυνθέτηκα Verb: Perf Act Ind 1st Sing
    • ἠσυνθετήκατε Verb: Perf Act Ind 2nd Plur
    • ἠσυνθετήσαμεν Verb: Aor Act Ind 1st Plur
    • ἠσυνθέτησαν Verb: 1Aor Act Ind 3rd Plur
ἀσυνθετῆσαι
ἀσυνθετήσητε
ἀσύνθετος
ADJECTIVE
Singular
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀσύνθετοςἀσύνθετον
GENἀσυνθέτου
DATἀσυνθέτῳ
ACCἀσύνθετον
VOCἀσύνθετεἀσύνθετον
Plural
 MasculineFeminineNeuter
NOMἀσύνθετοιἀσύνθετα
GENἀσυνθέτων
DATἀσυνθέτοις
ACCἀσυνθέτουςἀσύνθετα
VOCἀσύνθετοιἀσύνθετα
ἀσυνθέτου
ἀσυνθετοῦντας
ἀσυνθέτους
ἀσυνκρασία
ἀσυνκρᾶσις
ἀσυρῆ
  • Parse:
    • Adj: Nom/Acc Plur Neut
    • Adj: Acc Sing Masc/Fem
  • Root: ἀσυρής
ἀσυρής
  • Parse: Adj: Nom Sing Masc/Fem
  • Meaning: lewd, morally filthy
  • Forms:
ADJECTIVE
Singular
 MascFemNeuter
NOMἀσυρήςἀσυρές
GENἀσυροῦς
DATἀσυρεῖ
ACCἀσυρῆἀσυρές
Plural
 MascFemNeuter
NOMἀσυρεῖςἀσυρῆ
GENἀσυρῶν
DATἀσυρέσι(ν)
ACCἀσυρεῖςἀσυρῆ